Η έλλειψη βιταμίνης D μειώνει την ευεξία, επιταχύνει τη διαδικασία της γήρανσης, περιορίζει την κινητικότητα και συμβάλλει στη δημιουργία οστεοπόρωσης, αυξάνοντας τον κίνδυνο πτώσεων και καταγμάτων με όλες τις σοβαρές τους επιπτώσεις. Επίσης, μειώνει τη μακροζωία, αυξάνοντας τον κίνδυνο για θανάτους από καρδιαγγειακά αίτια, ενώ παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και συγκεκριμένων καρκίνων, ιδιαίτερα του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η δράση της γίνεται μέσω γονιδίων που επηρεάζουν τη μακροζωία ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται σε μεταβολικές διεργασίες πολλών παθήσεων του ανθρώπου που σχετίζονται με την ηλικία.
Η βιταμίνη D παράγεται μετά από έκθεση του δέρματος στη UVB ακτινοβολία και σε μικρό ποσοστό προσλαμβάνεται μέσω κάποιων τροφών. Ωστόσο, η καθημερινή επαρκής έκθεση στον ήλιο γίνεται συνεχώς πιο δύσκολη, λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής και ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους (λόγω περιορισμού της κινητικότητας), οι οποίοι συνήθως παρουσιάζουν και μειωμένη όρεξη. Έτσι, η υποβιταμίνωση D είναι ένα κοινό πρόβλημα και ιδιαίτερα σοβαρό στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Είναι πλέον σαφές ότι η φυσιολογική ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D δρα προστατευτικά έναντι πολλών κοινών παθήσεων που χειροτερεύουν με την ηλικία. Έτσι, η πρόσληψη μέσω συμπληρωμάτων διατροφής των απαιτούμενων ποσοτήτων βιταμίνης D, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 60, μπορεί να διασφαλίσει ότι ο κίνδυνος υποβιταμίνωσης D που αυξάνεται με την ηλικία θα εξαλειφθεί.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες διαφόρων οργανισμών υγείας θεωρούν ότι η πρόσληψη 1000-2000 IU/ημέρα βιταμίνης D μπορεί να δράσει προστατευτικά για τις ανάγκες των υγιών ενηλίκων, των ηλικιωμένων >70 ετών και ομάδων ασθενών με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D (σκούρο δέρμα, μη έκθεση στον ήλιο, υποσιτισμός). Το ποσό αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συνηθισμένης δίαιτας. Έτσι, οι υγιείς άνθρωποι θα πρέπει να λαμβάνουν αυτά τα ποσά είτε μέσω «ενίσχυσης» των τροφών (τροφές εμπλουτισμένες με βιταμίνες), είτε μέσω συμπληρωμάτων διατροφής.
Τα συμπληρώματα θα πρέπει να παρέχουν καθαρή βιταμίνη D3 χωρίς άλλα συστατικά. Ιδιαίτερα το ασβέστιο θα πρέπει να συγχορηγείται μόνο εάν υπάρχει ιατρική ένδειξη. Η πρόσληψη πολύ μεγάλων ποσοτήτων είναι επικίνδυνη (ιδιαίτερα σε αδιάγνωστο πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό ή σαρκοείδωση) και θα πρέπει να αποφεύγεται καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες για τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας χορήγησης δόσεων μεγαλύτερων των 4000IU/ημέρα.
Φαίνεται ωστόσο, ότι δόση κάτω από τις 4000 IU/ημέρα είναι ασφαλής και έτσι οι περισσότεροι ειδικοί προτείνουν τη λήψη 1000-2000 IU/ημέρα βιταμίνης D, ενώ επί διαπιστωμένης ανεπάρκειας μπορεί να χορηγηθούν παροδικά ακόμα μεγαλύτερες(πάντα με ιατρική σύσταση).
Η εταιρεία Health Sign προτείνει τη Vitamin D3 2000 IU
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. The problems of vitamin D insufficiency in older people. Boucher BJ. Aging Dis. 2012 Aug;3(4):313-29.
2. The 2011 report on dietary reference intakes for calcium and vitamin D from the Institute of Medicine: what clinicians need to know. Ross AC, Manson JE, Abrams SA, Aloia JF, Clinton SK, Duraxo-Arvizu RA, Gallagher JC, Gallo RL, Jones G, Kovacs CS, Mayne ST, Rosen CJ, Shapses SA. J Clin Endocrinol Metab. 2011;96:53–8.